βαρελίσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βαρελίσιος | η | βαρελίσια | το | βαρελίσιο |
| γενική | του | βαρελίσιου | της | βαρελίσιας | του | βαρελίσιου |
| αιτιατική | τον | βαρελίσιο | τη | βαρελίσια | το | βαρελίσιο |
| κλητική | βαρελίσιε | βαρελίσια | βαρελίσιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βαρελίσιοι | οι | βαρελίσιες | τα | βαρελίσια |
| γενική | των | βαρελίσιων | των | βαρελίσιων | των | βαρελίσιων |
| αιτιατική | τους | βαρελίσιους | τις | βαρελίσιες | τα | βαρελίσια |
| κλητική | βαρελίσιοι | βαρελίσιες | βαρελίσια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βαρελίσιος < βαρέλι + -ίσιος
Προφορά
- ΔΦΑ : /va.ɾeˈli.sços/
Επίθετο
βαρελίσιος -ια -ιο
Μεταφράσεις
βαρελίσιος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.