μαστέλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μαστέλο | τα | μαστέλα |
| γενική | του | μαστέλου | των | μαστέλων |
| αιτιατική | το | μαστέλο | τα | μαστέλα |
| κλητική | μαστέλο | μαστέλα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαστέλο < καθαρεύουσα μαστέλλον < (άμεσο δάνειο) ιταλική mastello
Προφορά
- ΔΦΑ : /maˈste.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐στέ‐λο
Ουσιαστικό
μαστέλο ουδέτερο
- πλατύ ξύλινο δοχείο με σχετικά στενότερη βάση για υγρά -το χρησιμοποιούσαν στα μαγειρεία αλλά και στα υποδηματοποιεία μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα
- δοχείο που ίσως ταυτίζεται με το προηγούμενο και που χρησίμευε ως μονάδα βάρους για χονδρική πώληση κρασιού στη Βενετία αλλά και σε ελληνικά νησιά, με περιεχόμενο ίσο με 7 σέκια δηλαδή 48 οκάδες
- (τυρί) ονομασία τυριού (Μαστέλο Χίου)
Μεταφράσεις
μαστέλο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.