βαρέλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βαρέλα | οι | βαρέλες |
| γενική | της | βαρέλας | των | βαρέλων |
| αιτιατική | τη | βαρέλα | τις | βαρέλες |
| κλητική | βαρέλα | βαρέλες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαρέλα < βαρέλι + μεγεθυντικό επίθημα -α
Προφορά
- ΔΦΑ : /vaˈɾe.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐ρέ‐λα
- ομόηχο: Βαρέλλα
- τονικό παρώνυμο: Βαρελά
Ουσιαστικό

βαρέλα
βαρέλα θηλυκό
- μεγάλο βαρέλι
- (μεταφορικά) κοντόχοντρη γυναίκα
- όχημα για τη μεταφορά σκυροδέματος που ταυτόχρονα το αναμιγνύει, η μπετονιέρα
- ※ Ο .... (θανών) είχε προσληφθεί στην επιχείρηση ........, το έτος 2000, με την ειδικότητα του οδηγού οχήματος μεταφοράς σκυροδέματος (βαρέλα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.