βαρελάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαρελάκι τα βαρελάκια
      γενική
    αιτιατική το βαρελάκι τα βαρελάκια
     κλητική βαρελάκι βαρελάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαρελάκι < βαρέλ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά

ΔΦΑ : /va.ɾeˈla.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βαρελάκι

Ουσιαστικό

βαρελάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του βαρέλι, μικρών διαστάσεων βαρέλι
  2. παιδικό ομαδικό παιχνίδι

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε βαρέλι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.