βαένι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαένι τα βαένια
      γενική του βαενιού των βαενιών
    αιτιατική το βαένι τα βαένια
     κλητική βαένι βαένια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαένι < αποβολή του «γ» από το βαγένι

Ουσιαστικό

βαένι ουδέτερο

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.