βαρελόφρων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαρελόφρων
& βαρελόφρονας
η βαρελόφρων το βαρελόφρον
      γενική του βαρελόφρονος
& βαρελόφρονα
της βαρελόφρονος του βαρελόφρονος
    αιτιατική τον βαρελόφρονα τη βαρελόφρονα το βαρελόφρον
     κλητική βαρελόφρων
& βαρελόφρονα
βαρελόφρων βαρελόφρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαρελόφρονες οι βαρελόφρονες τα βαρελόφρονα
      γενική των βαρελοφρόνων των βαρελοφρόνων των βαρελοφρόνων
    αιτιατική τους βαρελόφρονες τις βαρελόφρονες τα βαρελόφρονα
     κλητική βαρελόφρονες βαρελόφρονες βαρελόφρονα
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βαρελόφρων < (καθαρεύουσα) βαρέλ(ι) + -ό- + -φρων, κατά το βασιλόφρων. Λέξη επινοημένη ίσως για τις σειρές σκίτσων με κρασοπατέρες «Από τη Λέσχη των βαρελοφρόνων», «Από τη ζωή των βαρελοφρόνων» κ.ο.κ. του περιοδικού ποικίλης ύλης Ρομάντσο,(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) που είχαν ως κύριο δημιουργό τον γελοιογράφο Βασίλη Χριστοδούλου (1917-2010).

Ουσιαστικό

βαρελόφρων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.