επιστρατεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επιστρατεύω < αρχαία ελληνική ἐπιστρατεύω

Ρήμα

επιστρατεύω

  1. (στρατιωτικός όρος): καλώ έφεδρο στην ενεργό στρατιωτική υπηρεσία λόγω πολέμου ή πολεμικής απειλής
    επιστράτευσαν όλους τους έφεδρους με ηλικία μικρότερη των 30 ετών
  2. (πολιτική): καλώ έναν απεργό να προσέλθει υποχρεωτικά στην εργασία του (πολιτική επιστράτευση)
  3. (μεταφορικά): κινητοποιώ
    έπρεπε να επιστρατεύσω όλες μου τις δυνάμεις για να τα βγάλω πέρα

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.