νεροβάρελο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νεροβάρελο τα νεροβάρελα
      γενική του νεροβάρελου των νεροβάρελων
    αιτιατική το νεροβάρελο τα νεροβάρελα
     κλητική νεροβάρελο νεροβάρελα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεροβάρελο < νερο- + βαρέλ(ι) + -ο

Προφορά

ΔΦΑ : /ne.ɾoˈva.ɾe.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νεροβάρελο

Ουσιαστικό

νεροβάρελο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.