βαγένι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βαγένι | τα | βαγένια |
| γενική | του | βαγενιού | των | βαγενιών |
| αιτιατική | το | βαγένι | τα | βαγένια |
| κλητική | βαγένι | βαγένια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /vaˈʝe.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐γέ‐νι
Ουσιαστικό
βαγένι ουδέτερο
- βαρέλι που προορίζεται για αποθήκευση κρασιού
- ※ Πρώτα–πρώτα ετοίμαζαν τα βαγένια —μεγάλα και μικρά— που θά ’βαζαν μέσα το κρασί. Τη χωρητικότητά τους τη μετρούσαν, πάντα, σε βαρέλλες (1 βαρ. - 52 οκ.). Τα βαγένια αρχίζουν από 12 βαρελλών μέχρι 28, και ήταν παλιότερα το καμάρι των κρασοπαραγωγών της Λευκάδας (Πανταζής Κοντομίχης, Τα γεωργικά της Λευκάδας. Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρης, 1985, σσ. 121‑122)
- βαένι
- βαγενοβάρελο
Συγγενικά
- βαγένα
- βαγενάκι
- βαγενάρης
- βαγενάς
- βαγεναρείο / βαγεναριό
και δείτε
- μεσαιωνική ελληνική: βαγένιν
- μεσαιωνική ελληνική: βαγενόπουλον
Μεταφράσεις
- βαγένι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- βαγένι - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- Κ. Καραποτόσογλου, «Κυπριακά έτυμα: Ετυμολογικά σε δημώδη ονόματα αγγείων και άλλα», Κυπριακαί Σπουδαί, 48 (1984) 3-9.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.