φραγκικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα φραγκικά
      γενική των φραγκικών
    αιτιατική τα φραγκικά
     κλητική φραγκικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φραγκικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου φραγκικός

Προφορά

ΔΦΑ : /fɾaŋ.ɟiˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φραγκικά

Ουσιαστικό

φραγκικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • φραγκική (εννοείται: γλώσσα)
  • παλαιά φραγκική

  • κωδικός γλώσσας: frk
  • Frankish language στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

φραγκικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.