βαρελοποιός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βαρελοποιός οι βαρελοποιοί
      γενική του βαρελοποιού των βαρελοποιών
    αιτιατική τον βαρελοποιό τους βαρελοποιούς
     κλητική βαρελοποιέ βαρελοποιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαρελοποιός < βαρέλι + -ποιός

Ουσιαστικό

βαρελοποιός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.