Ρωσία

η σημαία της Ρωσίας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ρωσία οι Ρωσίες
      γενική της Ρωσίας των Ρωσιών
    αιτιατική τη Ρωσία τις Ρωσίες
     κλητική Ρωσία Ρωσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
η θέση της Ρωσίας στην υφήλιο

Ετυμολογία

Ρωσία < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Ρωσία < Ῥῶς < αρχαία ανατολική σλαβική γλώσσα Русь (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾoˈsi.a/

τυπογραφικός συλλαβισμός: Ρωσία

Κύριο όνομα

Ρωσία θηλυκό

  1. το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της Γης, το οποίο προέκυψε μετά τη διάσπαση της ΕΣΣΔ, με πρωτεύουσα τη Μόσχα, επίσημη γλώσσα την ρωσική και νόμισμα το ρούβλι. Καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ανατολικής Ευρώπης και ολόκληρη τη βόρεια Ασία.
    επίσημη ονομασία: Ρωσική Ομοσπονδία
  2. (παλιότερα και καταχρηστικά) όλη η Σοβιετική Ένωση
    ο ψυχρός πόλεμος μεταξύ Αμερικής και Ρωσίας

Εκφράσεις

Συγγενικά

Σύνθετα

  • Κατηγορία:Πόλεις της Ρωσίας (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
  • Κατηγορία:Πόλεις της Ρωσίας (ρωσικά) στο Βικιλεξικό
  • Ρωσία στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια
  • Ρωσία στα Βικιταξίδια Άρθρο στα Βικιταξίδια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.