ρωσόφωνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ρωσόφωνος | η | ρωσόφωνη | το | ρωσόφωνο |
| γενική | του | ρωσόφωνου | της | ρωσόφωνης | του | ρωσόφωνου |
| αιτιατική | τον | ρωσόφωνο | τη | ρωσόφωνη | το | ρωσόφωνο |
| κλητική | ρωσόφωνε | ρωσόφωνη | ρωσόφωνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ρωσόφωνοι | οι | ρωσόφωνες | τα | ρωσόφωνα |
| γενική | των | ρωσόφωνων | των | ρωσόφωνων | των | ρωσόφωνων |
| αιτιατική | τους | ρωσόφωνους | τις | ρωσόφωνες | τα | ρωσόφωνα |
| κλητική | ρωσόφωνοι | ρωσόφωνες | ρωσόφωνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ρωσόφωνος, -η, -ο
Συγγενικά
- γεωργιανόφωνος
Μεταφράσεις
ρωσόφωνος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.