ρωσομαθής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ρωσομαθής | η | ρωσομαθής | το | ρωσομαθές |
| γενική | του | ρωσομαθούς* | της | ρωσομαθούς | του | ρωσομαθούς |
| αιτιατική | τον | ρωσομαθή | τη | ρωσομαθή | το | ρωσομαθές |
| κλητική | ρωσομαθή(ς) | ρωσομαθής | ρωσομαθές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ρωσομαθείς | οι | ρωσομαθείς | τα | ρωσομαθή |
| γενική | των | ρωσομαθών | των | ρωσομαθών | των | ρωσομαθών |
| αιτιατική | τους | ρωσομαθείς | τις | ρωσομαθείς | τα | ρωσομαθή |
| κλητική | ρωσομαθείς | ρωσομαθείς | ρωσομαθή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾo.so.maˈθis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρω‐σο‐μα‐θής
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ρωσομαθής
|
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.