ρώσικα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | ρώσικα | ||
| γενική | των | ρώσικων | ||
| αιτιατική | τα | ρώσικα | ||
| κλητική | ρώσικα | |||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρώσικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ρώσικος στον πληθυντικό
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɾo.si.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρώ‐σι‐κα
- τονικό παρώνυμο: ρωσικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ρώσικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ρώσικος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.