ρωσομάθεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρωσομάθεια οι ρωσομάθειες
      γενική της ρωσομάθειας των ρωσομαθειών
    αιτιατική τη ρωσομάθεια τις ρωσομάθειες
     κλητική ρωσομάθεια ρωσομάθειες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρωσομάθεια < ρωσομαθ(ής) + -εια. Μορφολογικά αναλύεται σε ρωσο- + -μάθεια.

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾo.soˈma.θi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρωσομάθεια

Ουσιαστικό

ρωσομάθεια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.