Ρουσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ρουσία | οι | Ρουσίες |
| γενική | της | Ρουσίας | των | (Ρουσιών) |
| αιτιατική | τη | Ρουσία | τις | Ρουσίες |
| κλητική | Ρουσία | Ρουσίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Ρουσία θηλυκό
- (λαϊκότροπο) άλλη γραφή του Ρωσία
- ※ Νιώθεις, σε τριγυρίζουν εδώ, στη Ρουσία, οι τυφλές δυνάμες που δημιουργούν το μάτι και το φως (του Νίκου Καζαντζάκη, όπως παρατίθεται στην καταχώριση του Ταξιδεύοντας: Ρουσία στη βιβλιογραφική βάση βιβλιοnet· πρόσβαση: 2019-11-09).
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.