καβυλικά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | καβυλικά | ||
| γενική | των | καβυλικών | ||
| αιτιατική | τα | καβυλικά | ||
| κλητική | καβυλικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καβυλικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καβυλικός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
καβυλικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ενδώνυμο: Taqbaylit, /θaq.βajˈliθ/
- κωδικός γλώσσας: kab
-
Καβύλοι στη Βικιπαίδεια

- Κατηγορία:Καβυλική γλώσσα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.