Μόσχα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μόσχα οι Μόσχες
      γενική της Μόσχας των (Μοσχών)
    αιτιατική τη Μόσχα τις Μόσχες
     κλητική Μόσχα Μόσχες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Κύριο όνομα

Μόσχα θηλυκό

  1. η πρωτεύουσα της Ρωσίας
  2. γυναικείο όνομα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

(αφορούν την πόλη)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.