Μόσχα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Μόσχα | οι | Μόσχες |
| γενική | της | Μόσχας | των | (Μοσχών) |
| αιτιατική | τη | Μόσχα | τις | Μόσχες |
| κλητική | Μόσχα | Μόσχες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- Μοσχοβίτης, Μοσχοβίτισσα
- μοσχοβίτικος
- Μόσχοβος
-
Μόσχα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
(αφορούν την πόλη)
Μόσχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.