Μάρκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μάρκος οι Μάρκοι
      γενική του Μάρκου των Μάρκων
    αιτιατική τον Μάρκο τους Μάρκους
     κλητική Μάρκο Μάρκοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος - κλίση: υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μάρκος < ελληνιστική κοινή Μάρκος < λατινική Marcus < *mārtcus < Mars +‎ -cus

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmaɾ.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μάρκος

Κύριο όνομα

Μάρκος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (χριστιανισμός)  δείτε κατά Μάρκον, κατὰ Μᾶρκον (Ευαγγέλιο): δεύτερο βιβλίο της Καινής Διαθήκης, αποτελούμενο από δεκαέξι κεφάλαια.
  3. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Μάρκου)

Συγγενικά

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με συνθετικό 'Μάρκος' στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Μάρκος
      γενική τοῦ Μάρκου
      δοτική τῷ Μάρκ
    αιτιατική τὸν Μάρκον
     κλητική ! Μάρκε
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μάρκος < (άμεσο δάνειο) λατινική Marcus < *mārtcus < Mars +‎ -cus

Κύριο όνομα

Μάρκος αρσενικό

  • (ελληνιστική κοινή) ανδρικό όνομα
      3ος αιώνας κε Ηρωδιανός ο ιστορικός, Τῆς μετὰ Μάρκον βασιλείας ἱστορίαι, 1.1.4.1–5.2
    Εἰ γοῦν τις παραβάλοι πάντα τὸν ἀπὸ τοῦ Σεβαστοῦ χρόνον, ἐξ οὗπερ ἡ Ῥωμαίων δυναστεία μετέπεσεν ἐς μοναρχίαν, οὐκ ἂν εὕροι ἐν ἔτεσι περί που διακοσίοις μέχρι τῶν Μάρκου καιρῶν οὔτε βασιλειῶν οὕτως ἐπαλλήλους διαδοχὰς οὔτε πολέμων ἐμφυλίων τε καὶ ξένων τύχας ποικίλας ἐθνῶν τε κινήσεις καὶ πόλεων ἁλώσεις τῶν τε ἐν τῇ ἡμεδαπῇ καὶ ἐν πολλοῖς βαρβάροις, γῆς τε σεισμοὺς καὶ ἀέρων φθορὰς τυράννων τε καὶ βασιλέων βίους παραδόξους πρότερον ἢ σπανίως ἢ μηδ' ὅλως μνημονευθέντας· ὧν οἳ μὲν ἐπιμηκεστέραν ἔσχον τὴν ἀρχήν, οἳ δὲ πρόσκαιρον τὴν δυναστείαν.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.