επώνυμο

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈpo.ni.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επώνυμο

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επώνυμο τα επώνυμα
      γενική του επωνύμου
& επώνυμου
των επωνύμων
    αιτιατική το επώνυμο τα επώνυμα
     κλητική επώνυμο επώνυμα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
επώνυμο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπώνυμον, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο < αρχαία ελληνική ἐπώνυμος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε επ- + -ώνυμο. Δείτε και όνομα.

Ουσιαστικό

επώνυμο ουδέτερο

Συνώνυμα

Σύνθετα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις επί και όνομα

  • είδη επωνύμων στην ονοματολογία:  δείτε  ανθρωπωνύμιο (Σημειώσεις)
  • Κατηγορία:Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
  • Κατηγορία:Γυναικεία επώνυμα (νέα ελληνικά)
  • Παράρτημα:Ονόματα και επώνυμα στα ελληνικά

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

επώνυμο: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επώνυμο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του επώνυμος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του επώνυμος

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.