επώνυμο
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈpo.ni.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πώ‐νυ‐μο
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | επώνυμο | τα | επώνυμα |
| γενική | του | επωνύμου & επώνυμου |
των | επωνύμων |
| αιτιατική | το | επώνυμο | τα | επώνυμα |
| κλητική | επώνυμο | επώνυμα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- επώνυμο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπώνυμον, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο < αρχαία ελληνική ἐπώνυμος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε επ- + -ώνυμο. Δείτε και όνομα.
Ουσιαστικό
επώνυμο ουδέτερο
- το οικογενειακό όνομα κάποιου, το επίθετό του
- ↪ Το μικρό του όνομα είναι Δημήτρης και το επώνυμό του είναι Δημητρόπουλος.
Συνώνυμα
Σύνθετα
Συγγενικά
- επώνυμα (επίρρημα)
- επωνυμία
- επωνυμικός
- επώνυμος
- επωνύμως (επίρρημα)
- είδη επωνύμων στην ονοματολογία: → δείτε ανθρωπωνύμιο (Σημειώσεις)
- Κατηγορία:Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Κατηγορία:Γυναικεία επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Παράρτημα:Ονόματα και επώνυμα στα ελληνικά
Μεταφράσεις
Ετυμολογία 2
- επώνυμο: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επώνυμο
Αναφορές
- επώνυμο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.