-τρα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /tɾa/

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -τρα οι -τρες
      γενική της -τρας των -τρών
    αιτιατική τη(ν) -τρα τις -τρες
     κλητική -τρα -τρες
Συνήθως χωρίς γενική πληθυντικού.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
-τρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -τρα < αρχαία ελληνική -τρια με αποβολή του ημιφώνου ανάμεσα σε [ɾ] και φωνήεν[1]

Επίθημα

-τρα θηλυκό

  1. επίθημα παραγωγής θηλυκών ουσιαστικών, που δηλώνουν ιδιότητα ή επάγγελμα, δραστηριότητα (συχνά σε οικείο ή λογοτενικό ύφος)
    1. είτε από αρσενικά σε -τής
      ζωοδότης > (ζωοδότρια) > ζωοδότρα
      υφαίνω > υφαντής > υφάντρια > υφάντρα
    2. είτε απευθείας από ρήμα
      μαγεύω > μαγεύτρα
  2. επίθημα παραγωγής θηλυκών μεταρηματικών ουσιαστικών που δηλώνουν αντικείμενο ή συσκευή σχετικά με τη σημασία του ρήματος
    κρεμάω > κρεμάστρα

Συνώνυμα

Παράγωγα

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -τρα στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα -τρα
      γενική των -τρων
    αιτιατική τα -τρα
     κλητική -τρα
-τρα < αρχαία ελληνική -τρα, πληθυντικός αριθμός του -τρον

Επίθημα

-τρα ουδέτερο στον πληθυντικό

Ετυμολογία 3

-τρα: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθήματος

-τρα ουδέτερο

Αναφορές

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

ζητούμενο λήμμα

  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -τρα στο Βικιλεξικό



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -τρ αἱ -τραι
      γενική τῆς -τρᾱς τῶν -τρῶν
      δοτική τῇ -τρ ταῖς -τραις
    αιτιατική τὴν -τρᾱν τὰς -τρᾱς
     κλητική ! -τρ -τραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -τρ
γεν-δοτ τοῖν  -τραιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα

  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -τρα στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.