δίδακτρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα δίδακτρα
      γενική των διδάκτρων
    αιτιατική τα δίδακτρα
     κλητική δίδακτρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δίδακτρα < (ελληνιστική κοινή) δίδακτρα

Ουσιαστικό

δίδακτρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (εκπαίδευση) το χρηματικό ποσό που καταβάλλει κάποιος σε ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα, ώστε να μπορεί να παρακολουθεί εκεί μαθήματα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τὰ δίδακτρ
      γενική τῶν διδάκτρων
      δοτική τοῖς διδάκτροις
    αιτιατική τὰ δίδακτρ
     κλητική ! δίδακτρ
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δίδακτρα < διδάσκω + -τρα

Ουσιαστικό

δίδακτρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.