μαγεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μαγεύω < αρχαία ελληνική

Προφορά

ΔΦΑ : /maˈʝe.vo/

Ρήμα

μαγεύω, πρτ.: μάγευα, στ.μέλλ.: θα μαγέψω, αόρ.: μάγεψα, παθ.φωνή: μαγεύομαι, μτχ.π.π.: μαγεμένος

  1. κάνω μάγια σε κάποιον (για να τον βλάψω ή να τον θέσω υπό τον έλεγχό μου)
  2. (μεταφορικά) γοητεύω κάποιον με την ομορφιά μου ή με άλλα χαρίσματά μου
  3. (μεταφορικά) προκαλώ το δέος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.