μαγεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μαγεύω < αρχαία ελληνική
Προφορά
- ΔΦΑ : /maˈʝe.vo/
Ρήμα
μαγεύω, πρτ.: μάγευα, στ.μέλλ.: θα μαγέψω, αόρ.: μάγεψα, παθ.φωνή: μαγεύομαι, μτχ.π.π.: μαγεμένος
- κάνω μάγια σε κάποιον (για να τον βλάψω ή να τον θέσω υπό τον έλεγχό μου)
- (μεταφορικά) γοητεύω κάποιον με την ομορφιά μου ή με άλλα χαρίσματά μου
- (μεταφορικά) προκαλώ το δέος
Μεταφράσεις
μαγεύω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.