υφαντής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υφαντής οι υφαντές
      γενική του υφαντή των υφαντών
    αιτιατική τον υφαντή τους υφαντές
     κλητική υφαντή υφαντές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υφαντής < αρχαία ελληνική ὑφάντης

Προφορά

ΔΦΑ : /i.fanˈdis/

Ουσιαστικό

υφαντής αρσενικό (θηλυκό: υφάντρια & υφάντρα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

υφαντής

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.