ζωοδότης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζωοδότης οι ζωοδότες
      γενική του ζωοδότη των ζωοδοτών
    αιτιατική τον ζωοδότη τους ζωοδότες
     κλητική ζωοδότη ζωοδότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζωοδότης < (ελληνιστική κοινή) < ζω(ή) + -ο- + -δότης ( < δίδωμι)

Ουσιαστικό

ζωοδότης αρσενικό, ζωοδότρα θηλυκό

  • που δίνει ζωή
    • (σε θέση επιθέτου)
      ο ζωοδότης ήλιος, ο ζωοδότης Χριστός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.