-τρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | -τρια | οι | -τριες |
| γενική | της | -τριας | των | -τριών |
| αιτιατική | τη(ν) | -τρια | τις | -τριες |
| κλητική | -τρια | -τριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -τρια < ελληνιστική κοινή -τρια[1] (αρσενικό -τήρ, -τής). Συγκρίνετε με το -τρα.
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾia/
Επίθημα
-τρια
επίθημα για τον σχηματισμό των θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν το πρόσωπο που ενεργεί, ή το επάγγελμα ή ασχολία της
- που αντιστοιχούν σε αρσενικά με την κατάληξη -τής
- εξεταστής > εξετάστρια (αυτή που εξετάζει), τραγουδιστής > τραγουδίστρια
- που αντιστοιχούν σε αρσενικά με την κατάληξη -ίστας, -ιστής
- λόγιος τύπος θηλυκών με την κατάληξη -τρα, ή -ισσα
- υφάντρα > υφάντρια
- επιβάτισσα > επιβάτρια (δείτε και επιβάτιδα)
Σημειώσεις
- για θηλυκά ουσιαστικών για ερμηνευτές μουσικών οργάνων σε -τρια δείτε -ίστα, (-ιστής).
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -τρια στο Βικιλεξικό
- λήγουν σε --τρια - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αναφορές
- -τρια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- -τρια < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή -τρια
Επίθημα
-τρια θηλυκό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -τρια στο Βικιλεξικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | -τριᾰ | αἱ | -τριαι |
| γενική | τῆς | -τρίᾱς | τῶν | -τριῶν |
| δοτική | τῇ | -τρίᾳ | ταῖς | -τρίαις |
| αιτιατική | τὴν | -τριᾰν | τὰς | -τρίᾱς |
| κλητική ὦ! | -τριᾰ | -τριαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -τρίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | -τρίαιν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -τρια < αρχαία ελληνική -τειρα (όπως σώτειρα) < *-tr-ja < μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *-ter (επίθημα όπως και -τηρ). Συγγενικά επιθήματα: -τωρ, -τήριος, -τρα, -τρον. [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾia/
Επίθημα
-τρια θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) κατάληξη για το σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών από αρσενικά σε -τήρ, -τής)
- Ελληνιστικές λέξεις με επίθημα -τρια στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -τρια @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.