μαγεύτρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μαγεύτρα | οι | μαγεύτρες |
| γενική | της | μαγεύτρας | — | |
| αιτιατική | τη | μαγεύτρα | τις | μαγεύτρες |
| κλητική | μαγεύτρα | μαγεύτρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /maˈʝef.tɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐γεύ‐τρα
Ουσιαστικό
μαγεύτρα θηλυκό
- (λογοτεχνικό) αυτή που μαγεύει, γοητεύει
- ※ Περδικόστηθη Tσιγγάνα,
ω μαγεύτρα, που μιλείς
τα μεσάνυχτα προς τ' άστρα
γλώσσα προσταγής!- Κωστής Παλαμάς, Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου, Λόγος Γ΄ Αγάπη, 1η στροφή
- ※ Περδικόστηθη Tσιγγάνα,
Μεταφράσεις
μαγεύτρα
|
|
Αναφορές
- μαγεύτρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
{κλείδα-ελλ}}
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.