συσκευή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συσκευή οι συσκευές
      γενική της συσκευής των συσκευών
    αιτιατική τη συσκευή τις συσκευές
     κλητική συσκευή συσκευές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συσκευή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συσκευή < σύν (συ-) + αρχαία ελληνική σκευή (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική appareil) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /si.sceˈvi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συσκευή

Ουσιαστικό

συσκευή θηλυκό

  1. κατασκευή που αποτελείται από διάφορα επιμέρους εξαρτήματα ή μηχανισμούς και εκτελεί μια συγκεκριμένη λειτουργία ή εργασία
  2. (πληροφορική) device: είναι ηλεκτρονική κατασκευή, που συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με την κεντρική μονάδα επεξεργασίας (CPU) και την κεντρική μνήμη ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή και παρέχει ή δέχεται δεδομένα
    Διακρίνονται σε συσκευές εισόδου, εξόδου, εισόδου και εξόδου και περιφερειακές συσκευές

Πολυλεκτικοί όροι

  • Κατηγορία:Συσκευές στο Βικιλεξικό
  • Κατηγορία:Συσκευές (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συσκευή αἱ συσκευαί
      γενική τῆς συσκευῆς τῶν συσκευῶν
      δοτική τῇ συσκευ ταῖς συσκευαῖς
    αιτιατική τὴν συσκευήν τὰς συσκευᾱ́ς
     κλητική ! συσκευή συσκευαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συσκευᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  συσκευαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συσκευή < σύν (συ-) + αρχαία ελληνική σκευή

Ουσιαστικό

συσκευή θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. ετοιμασία, προετοιμασία
  2. σκηνική κατασκευή, προετοιμασία για ανέβασμα θεατρικής παράστασης
  3. (μεταφορικά) δόλος, μηχανορραφία

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.