-τρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | -τρο | τα | -τρα |
| γενική | του | -τρου | των | -τρων |
| αιτιατική | το | -τρο | τα | -τρα |
| κλητική | -τρο | -τρα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -τρο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -τρον [1], επίσης από τις μορφές -σ-τρον και -ε-τρον → δείτε -τρον[2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾo/
Επίθημα
-τρο ουδέτερο
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -τρο στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- -τρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- -τρο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.