υφαίνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υφαίνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὑφαίνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *webʰ-
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈfe.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐φαί‐νω
Συγγενικά
- αγανοϋφαίνω
- αεροΰφαντος
- ανυφαίνω
- ανυφαντάρης
- ανυφανταριό
- ανυφαντής
- ανυφαντό
- ανύφαντος
- ανυφαντός
- ανυφάντρα
- αξύφαντος
- αποϋφαίνω
- αραχνοϋφαίνω
- αργυροΰφαντος
- αχνοΰφαντος
- εξυφαίνω
- εξύφανση
- κλωστοϋφαντουργείο
- κλωστοϋφαντουργία
- κλωστοϋφαντουργικός
- κλωστοϋφαντουργός
- κρουστοϋφαίνω
- συνυφαίνω
- συνύφανση
- συνυφασμένος
- υφάδι
- ύφανση
- υφαντήριο
- υφαντής
- υφάντρια
- υφαντικός
- υφαντό
- υφαντός
- υφαντουργείο
- υφαντουργία
- υφαντουργικός
- υφαντουργός
- υφάντρα
- ύφασμα
- υφασματέμπορος
- υφασμάτινος
- χρυσοΰφαντος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υφαίνω | ύφαινα | θα υφαίνω | να υφαίνω | υφαίνοντας | |
| β' ενικ. | υφαίνεις | ύφαινες | θα υφαίνεις | να υφαίνεις | ύφαινε | |
| γ' ενικ. | υφαίνει | ύφαινε | θα υφαίνει | να υφαίνει | ||
| α' πληθ. | υφαίνουμε | υφαίναμε | θα υφαίνουμε | να υφαίνουμε | ||
| β' πληθ. | υφαίνετε | υφαίνατε | θα υφαίνετε | να υφαίνετε | υφαίνετε | |
| γ' πληθ. | υφαίνουν(ε) | ύφαιναν υφαίναν(ε) |
θα υφαίνουν(ε) | να υφαίνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ύφανα | θα υφάνω | να υφάνω | υφάνει | ||
| β' ενικ. | ύφανες | θα υφάνεις | να υφάνεις | ύφανε | ||
| γ' ενικ. | ύφανε | θα υφάνει | να υφάνει | |||
| α' πληθ. | υφάναμε | θα υφάνουμε | να υφάνουμε | |||
| β' πληθ. | υφάνατε | θα υφάνετε | να υφάνετε | υφάνετε | ||
| γ' πληθ. | ύφαναν υφάναν(ε) |
θα υφάνουν(ε) | να υφάνουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υφάνει | είχα υφάνει | θα έχω υφάνει | να έχω υφάνει | ||
| β' ενικ. | έχεις υφάνει | είχες υφάνει | θα έχεις υφάνει | να έχεις υφάνει | ||
| γ' ενικ. | έχει υφάνει | είχε υφάνει | θα έχει υφάνει | να έχει υφάνει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υφάνει | είχαμε υφάνει | θα έχουμε υφάνει | να έχουμε υφάνει | ||
| β' πληθ. | έχετε υφάνει | είχατε υφάνει | θα έχετε υφάνει | να έχετε υφάνει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υφάνει | είχαν υφάνει | θα έχουν υφάνει | να έχουν υφάνει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υφαίνομαι | υφαινόμουν(α) | θα υφαίνομαι | να υφαίνομαι | ||
| β' ενικ. | υφαίνεσαι | υφαινόσουν(α) | θα υφαίνεσαι | να υφαίνεσαι | ||
| γ' ενικ. | υφαίνεται | υφαινόταν(ε) | θα υφαίνεται | να υφαίνεται | ||
| α' πληθ. | υφαινόμαστε | υφαινόμαστε υφαινόμασταν |
θα υφαινόμαστε | να υφαινόμαστε | ||
| β' πληθ. | υφαίνεστε | υφαινόσαστε υφαινόσασταν |
θα υφαίνεστε | να υφαίνεστε | (υφαίνεστε) | |
| γ' πληθ. | υφαίνονται | υφαίνονταν υφαινόντουσαν |
θα υφαίνονται | να υφαίνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υφάνθηκα | θα υφανθώ | να υφανθώ | υφανθεί | ||
| β' ενικ. | υφάνθηκες | θα υφανθείς | να υφανθείς | υφάνσου | ||
| γ' ενικ. | υφάνθηκε | θα υφανθεί | να υφανθεί | |||
| α' πληθ. | υφανθήκαμε | θα υφανθούμε | να υφανθούμε | |||
| β' πληθ. | υφανθήκατε | θα υφανθείτε | να υφανθείτε | υφανθείτε | ||
| γ' πληθ. | υφάνθηκαν υφανθήκαν(ε) |
θα υφανθούν(ε) | να υφανθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω υφανθεί | είχα υφανθεί | θα έχω υφανθεί | να έχω υφανθεί | υφασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις υφανθεί | είχες υφανθεί | θα έχεις υφανθεί | να έχεις υφανθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει υφανθεί | είχε υφανθεί | θα έχει υφανθεί | να έχει υφανθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε υφανθεί | είχαμε υφανθεί | θα έχουμε υφανθεί | να έχουμε υφανθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε υφανθεί | είχατε υφανθεί | θα έχετε υφανθεί | να έχετε υφανθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν υφανθεί | είχαν υφανθεί | θα έχουν υφανθεί | να έχουν υφανθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι υφασμένος - είμαστε, είστε, είναι υφασμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν υφασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν υφασμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι υφασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι υφασμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι υφασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι υφασμένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.