στέγαστρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στέγαστρο τα στέγαστρα
      γενική του στέγαστρου
& στεγάστρου
των στέγαστρων
& στεγάστρων
    αιτιατική το στέγαστρο τα στέγαστρα
     κλητική στέγαστρο στέγαστρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στέγαστρο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στέγαστρ(ον) (κάλυμμα) + -ο

Ουσιαστικό

στέγαστρο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.