κρεμάω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κρεμάω < κρεμ(ώ) + νεοελληνικό επίθημα -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κρεμῶ[1], συνηρημένος τύπος του κρεμάω (παλιότεροι τύποι: κρέμαμαι, κρήμνυμι). To αρχικό θέμα κρεμα- δεν είναι σαφώς προσδιορισμένο.[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /kɾeˈma.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρεμάω

Ρήμα

κρεμάω/κρεμώ, πρτ.: κρεμούσα/κρέμαγα, αόρ.: κρέμασα, παθ.φωνή: κρεμιέμαι, π.αόρ.: κρεμάστηκα, μτχ.π.π.: κρεμασμένος

  1. (με παθητική φωνή κρεμιέμαι & κρέμομαι) τοποθετώ κάτι με τη μία άκρη του στερεωμένη ψηλότερα και την άλλη να πέφτει ελεύθερα προς τα κάτω
    κρέμασε στο λαιμό της το χρυσό μετάλλιο
  2. (οικείο) απαγχονίζω, εκτελώ κάποιον στην κρεμάλα
      Θα κρεμούσαν για παραδειγματισμό στην πλατεία του χωριού έναν προδότη. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
  3. (μεταφορικά) αφήνω κάποιον εκτεθειμένο ή παραπονεμένο ξεχνώντας την υπόσχεσή που του έδωσα
    μου είχε υποσχεθεί ότι θα με δανείσει και με κρέμασε τελευταία στιγμή
  4. ένα μέρος του σώματός μου ή ενός αντικειμένου κατεβαίνει πιο χαμηλά απ' ό,τι συνήθως
    γέρασες, κακομοίρη, και κρέμασες προγούλι!
    Να ξαναράψεις τον ποδόγυρο, γιατί κρεμάει.
  5. (προφορικό)) παντρεύω
    Το 'πε και το 'κανε. Τους κρέμασε. Ο γάμος έγινε προχτές

Συγγενικά

Σύνθετα

Σύνθετα του ρήματος (δείτε και τα συγγενικά τους)

Κλίση

 δείτε και τη λέξη κρέμομαι

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. κρεμάω, κρεμώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κρεμάω < (παλιότεροι τύποι: κρέμαμαι, κρήμνυμι). To αρχικό θέμα κρεμα- δεν είναι σαφώς προσδιορισμένο.[1]  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ρήμα

κρεμάω (συνηρημένο κρεμῶ)

Ταυτόσημο

  • κρεμάννυμι

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.