χρηματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρηματικός η χρηματική το χρηματικό
      γενική του χρηματικού της χρηματικής του χρηματικού
    αιτιατική τον χρηματικό τη χρηματική το χρηματικό
     κλητική χρηματικέ χρηματική χρηματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρηματικοί οι χρηματικές τα χρηματικά
      γενική των χρηματικών των χρηματικών των χρηματικών
    αιτιατική τους χρηματικούς τις χρηματικές τα χρηματικά
     κλητική χρηματικοί χρηματικές χρηματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χρηματικός < αρχαία ελληνική χρηματικός

Επίθετο

χρηματικός

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χρηματικός < χρηματίζω

Επίθετο

χρηματικός, ή, όν (ελληνιστική ή και μεταγενέστερη λέξη)

  1. ο σχετικος με τα χρήματα
    χρηματικά συμβόλαια
  2. ο πλούσιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.