χρηματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χρηματικός | η | χρηματική | το | χρηματικό |
| γενική | του | χρηματικού | της | χρηματικής | του | χρηματικού |
| αιτιατική | τον | χρηματικό | τη | χρηματική | το | χρηματικό |
| κλητική | χρηματικέ | χρηματική | χρηματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χρηματικοί | οι | χρηματικές | τα | χρηματικά |
| γενική | των | χρηματικών | των | χρηματικών | των | χρηματικών |
| αιτιατική | τους | χρηματικούς | τις | χρηματικές | τα | χρηματικά |
| κλητική | χρηματικοί | χρηματικές | χρηματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χρηματικός < αρχαία ελληνική χρηματικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
χρηματικός < χρηματίζω
Επίθετο
χρηματικός, ή, όν (ελληνιστική ή και μεταγενέστερη λέξη)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.