-ικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ικος η -ικη το -ικο
      γενική του -ικου της -ικης του -ικου
    αιτιατική τον -ικο τη(ν) -ικη το -ικο
     κλητική -ικε -ικη -ικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ικοι οι -ικες τα -ικα
      γενική των -ικων των -ικων των -ικων
    αιτιατική τους -ικους τις -ικες τα -ικα
     κλητική -ικοι -ικες -ικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

-ικος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -ικος < λατινική -icus

Προφορά

ΔΦΑ : /i.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κος.

Επίθημα

-ικος, -η, -ο (και θηλυκό -ικια σε λαϊκότροπο ύφος)

Δείτε

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ικος στο Βικιλεξικό

Συγγενικά

παραγωγικά επιθήματα που λήγουν σε άτονο -ικος

Επίσης, -ικός Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ικός στο Βικιλεξικό

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

-ικος < (άμεσο δάνειο) λατινική -icus
ή αντί του -ικός για την παραγωγή εθνικών και πατριδωνυμικών επιθέτων σε οικείο ύφος
Επίσης, για την παραγωγή επιθημάτων σε -ικος.

Επίθημα

-ικος

  1. κατάληξη για την απόδοση λατινικών ή ξένων λέξεων
    δομέστικος (ουσιαστικό) < λατινικά domesticus (επίθετο)
    βόρνικος < ρουμανικά vornic (αξιωματούχος παραδουνάβιων περιοχών)
  2. κατάληξη εθνικών ή πατριδωνυμικών επιθέτων, σε αντιδιαστολή με τα πιο επίσημα σε -ικός
    ἀθηναίικος
    ἀλαμάννικος < ἀλαμαννικός
    ἀρμένικος < ἀρμενικός
  3. κατάληξη για το σχημαστισμό επιθέτων από ουσιαστικά
    κανακάρης > κανακάρικος
    κοινοβιάτης > κοινοβιάτικος
  4. με μετακίνηση τόνου του -ικός σε σύνθετα επιθέτα
  5. νηστικός - ὁλονήστικος

Δείτε

  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -ικος στο Βικιλεξικό

Συγγενικά

παραγωγικά επιθήματα που λήγουν σε άτονο -ικος

επίσης

  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -ικός στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.