κλαψιάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κλαψιάρης | οι | κλαψιάρηδες |
| γενική | του | κλαψιάρη | των | κλαψιάρηδων |
| αιτιατική | τον | κλαψιάρη | τους | κλαψιάρηδες |
| κλητική | κλαψιάρη | κλαψιάρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- κλαψιάρικα
- κλαψιάρικος
- → δείτε τις λέξεις κλάψα και κλαίω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.