κλαψιάρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κλαψιάρης οι κλαψιάρηδες
      γενική του κλαψιάρη των κλαψιάρηδων
    αιτιατική τον κλαψιάρη τους κλαψιάρηδες
     κλητική κλαψιάρη κλαψιάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλαψιάρης < κλάψα + -ιάρης

Επίθετο

κλαψιάρης

  1. που (σχεδόν) αναίτια και με ευκολία κλαίει
  2. (κατ’ επέκταση) μεμψίμοιρος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.