νηστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νηστικός | η | νηστική & νηστικιά |
το | νηστικό |
| γενική | του | νηστικού | της | νηστικής & νηστικιάς |
του | νηστικού |
| αιτιατική | τον | νηστικό | τη | νηστική & νηστικιά |
το | νηστικό |
| κλητική | νηστικέ | νηστική & νηστικιά |
νηστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νηστικοί | οι | νηστικές | τα | νηστικά |
| γενική | των | νηστικών | των | νηστικών | των | νηστικών |
| αιτιατική | τους | νηστικούς | τις | νηστικές | τα | νηστικά |
| κλητική | νηστικοί | νηστικές | νηστικά | |||
| Κατηγορία όπως «θηλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νηστικός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή νηστικός (που χρησιμοποιείται σε νηστεία < αρχαία ελληνική νῆστ(ις) (σημασία: νηστικός) + -ικός. Διαφορετική η αρχαία ελληνική νηστικός (κλωστικός)
Επίθετο
νηστικός, -ή, -ό
- που δεν είναι φαγωμένος, που έχει αρκετή ώρα να φάει και το στομάχι του είναι άδειο
Αντώνυμα
Παροιμίες
- νηστικό αρκούδι δεν χορεύει
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία 1
- νηστικός < νέω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ετυμολογία 2
- νηστικός < αρχαία ελληνική νῆστ(ις) (σημασία: νηστικός) + -ικός
Πηγές
- νηστικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νηστικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.