-άδικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -άδικος η -άδικη το -άδικο
      γενική του -άδικου της -άδικης του -άδικου
    αιτιατική τον -άδικο τη(ν) -άδικη το -άδικο
     κλητική -άδικε -άδικη -άδικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -άδικοι οι -άδικες τα -άδικα
      γενική των -άδικων των -άδικων των -άδικων
    αιτιατική τους -άδικους τις -άδικες τα -άδικα
     κλητική -άδικοι -άδικες -άδικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

-άδικος < θέμα -αδ- ανισοσύλλαβων ουσιαστικών σε -άς (όπως ψαράς), από τον πληθυντικό -άδ(ες) + -ικος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.ði.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δικος

Επίθημα

-άδικος, -η, -ο

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -άδικος στο Βικιλεξικό

Αναφορές

  1. "-άδικος" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. -άδικος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.