-ίτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ίτικος η -ίτικη το -ίτικο
      γενική του -ίτικου της -ίτικης του -ίτικου
    αιτιατική τον -ίτικο τη(ν) -ίτικη το -ίτικο
     κλητική -ίτικε -ίτικη -ίτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ίτικοι οι -ίτικες τα -ίτικα
      γενική των -ίτικων των -ίτικων των -ίτικων
    αιτιατική τους -ίτικους τις -ίτικες τα -ίτικα
     κλητική -ίτικοι -ίτικες -ίτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

-ίτικος < -ίτ(ης) + -ικος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τικος

Επίθημα

-ίτικος, -η, -ο

  1. παραγωγική κατάληξη / επίθημα μετουσιαστικών επιθέτων που δηλώνουν (ότι κάποιος προέρχεται, κατάγεται ή έχει σχέση με κάποιον) τόπο
    Κοζάνη > κοζανίτικος, Μετέωρα > μετεωρίτικος
  2. παραγωγική κατάληξη / επίθημα μετουσιαστικών επιθέτων παραγόμενων από προσηγορικά ουσιαστικά ή διάφορες εκφράσεις
    ριζά > ριζίτικος

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.