γέρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γέρος οι γέροι
      γενική του γέρου των γέρων
    αιτιατική τον γέρο τους γέρους
     κλητική γέρο
& γέρε
γέροι
Κατηγορία όπως «καμαρότος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γέρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γέρος < αρχαία ελληνική γέρων

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈʝe.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γέρος
τονικό παρώνυμο: γερός

Ουσιαστικό

γέρος αρσενικό (θηλυκό γριά)

  1. (όχι πολύ ευγενικό) πολύ μεγάλος σε ηλικία, ηλικιωμένος
    Εκείνος ο γέρος πρέπει να 'ναι πάνω από 90 χρονών.
     συνώνυμα: γέροντας, γηραιός κύριος,  δείτε και τη λέξη ηλικιωμένος
     αντώνυμα: νέος, νεαρός
  2. (οικείο ή μειωτικό ο πατέρας κάποιου
    Πάω να ζητήσω χαρτζιλίκι από το γέρο μου.

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.