-τζίδικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -τζίδικος η -τζίδικη το -τζίδικο
      γενική του -τζίδικου της -τζίδικης του -τζίδικου
    αιτιατική τον -τζίδικο τη(ν) -τζίδικη το -τζίδικο
     κλητική -τζίδικε -τζίδικη -τζίδικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -τζίδικοι οι -τζίδικες τα -τζίδικα
      γενική των -τζίδικων των -τζίδικων των -τζίδικων
    αιτιατική τους -τζίδικους τις -τζίδικες τα -τζίδικα
     κλητική -τζίδικοι -τζίδικες -τζίδικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

-τζίδικος < -τζης + -ίδικος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈd͡zi.ði.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -τζίδικος

Επίθημα

-τζίδικος, -η, -ο

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -τζίδικος στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -τζίδικος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.