κουκουλάρικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουκουλάρικος η κουκουλάρικη το κουκουλάρικο
      γενική του κουκουλάρικου της κουκουλάρικης του κουκουλάρικου
    αιτιατική τον κουκουλάρικο την κουκουλάρικη το κουκουλάρικο
     κλητική κουκουλάρικε κουκουλάρικη κουκουλάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουκουλάρικοι οι κουκουλάρικες τα κουκουλάρικα
      γενική των κουκουλάρικων των κουκουλάρικων των κουκουλάρικων
    αιτιατική τους κουκουλάρικους τις κουκουλάρικες τα κουκουλάρικα
     κλητική κουκουλάρικοι κουκουλάρικες κουκουλάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κουκουλάρικος < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /ku.kuˈla.ɾi.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κουκουλάρικος

Επίθετο

κουκουλάρικος, -η, -ο

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.