αυθάδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η αυθάδης το αύθαδες
      γενική του/της αυθάδους* του αυθάδους
    αιτιατική τον/την αυθάδη το αύθαδες
     κλητική αυθάδη αύθαδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυθάδεις τα αυθάδη
      γενική των αυθάδων των αυθάδων
    αιτιατική τους/τις αυθάδεις τα αυθάδη
     κλητική αυθάδεις αυθάδη
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Προφορικοί τύποι αυθάδες ανδί αύθαδες, των αυθαδών αντί αυθάδων.
Δείτε και το αρχαίο αὐθάδης.
Κατηγορία όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αυθάδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αὐθάδης (πεισματάρης, αλαζόνας)

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈfθa.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυθάδης
ομόηχο: αυθάδεις

Επίθετο

αυθάδης, -ης, αύθαδες

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις αυτός και ηδονή

Σημειώσεις

  • Πολλοί φυσικοί ομιλητές της ελληνικής γλώσσας προτιμούν για το ουδέτερο τον τύπο αυθάδες και για τη γενική του πληθυντικού τον τύπο αυθαδών.
  • Στην αρχαία ελληνική γλώσσα φαίνεται ότι υπήρχε παρόμοια πολυτυπία: δείτε τις γενικές πληθυντικού στο αὐθάδης.

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.