αμερικανικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμερικανικός η αμερικανική το αμερικανικό
      γενική του αμερικανικού της αμερικανικής του αμερικανικού
    αιτιατική τον αμερικανικό την αμερικανική το αμερικανικό
     κλητική αμερικανικέ αμερικανική αμερικανικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμερικανικοί οι αμερικανικές τα αμερικανικά
      γενική των αμερικανικών των αμερικανικών των αμερικανικών
    αιτιατική τους αμερικανικούς τις αμερικανικές τα αμερικανικά
     κλητική αμερικανικοί αμερικανικές αμερικανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμερικανικός < Αμερικαν(ός) + -ικός (μαρτυρείται από το 1805)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.me.ɾi.ka.niˈkos/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμερικανικός

Επίθετο

αμερικανικός και αμερικάνικος

  1. σχετικός με την ήπειρο της Αμερικής
  2. σχετικός με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής

Συγγενικά

Εκφράσεις

  • αμερικανικό όνειρο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.