-ατζίδικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | -ατζίδικος | η | -ατζίδικη | το | -ατζίδικο |
| γενική | του | -ατζίδικου | της | -ατζίδικης | του | -ατζίδικου |
| αιτιατική | τον | -ατζίδικο | τη(ν) | -ατζίδικη | το | -ατζίδικο |
| κλητική | -ατζίδικε | -ατζίδικη | -ατζίδικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | -ατζίδικοι | οι | -ατζίδικες | τα | -ατζίδικα |
| γενική | των | -ατζίδικων | των | -ατζίδικων | των | -ατζίδικων |
| αιτιατική | τους | -ατζίδικους | τις | -ατζίδικες | τα | -ατζίδικα |
| κλητική | -ατζίδικοι | -ατζίδικες | -ατζίδικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈd͡zi.ði.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -α‐τζί‐δι‐κος
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ατζίδικος στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- "-τζίδικος" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.