κλέφτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κλέφτης | οι | κλέφτες |
| γενική | του | κλέφτη | των | κλεφτών |
| αιτιατική | τον | κλέφτη | τους | κλέφτες |
| κλητική | κλέφτη | κλέφτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλέφτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κλέφτης < αρχαία ελληνική κλέπτης[1] Δείτε και το αρχαίο κλώψ (ο κλέφτης)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkle.ftis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλέ‐φτης
Ουσιαστικό
κλέφτης αρσενικό (θηλυκό κλέφτρα)
- που κλέβει χρήματα ή άλλα περιουσιακά στοιχεία
- τη νύχτα που κοιμόμουνα μπήκε κλέφτης στο σπίτι και έκλεψε όλα τα χρυσαφικά
- (μεταφορικά) που πουλάει τα εμπορεύματά του σε απαράδεκτα υψηλές τιμές
- μεγάλος κλέφτης, όλα τα πουλάει σε διπλή τιμή!
- (ιστορία) άλλη μορφή του Κλέφτης
- οι κλέφτες και οι αρματολοί
- → δείτε και τη λέξη αρματολός
Συγγενικά
- κλεφτά
- κλεφταράς
- κλέφτικος
- κλεφτόπουλο
- κλεφτός
- κλεφτουριά
- κλεφτρόνι
- κλεψιά
- κλοπή & συγγενικά
→ και δείτε τη λέξη κλέβω για τα θέματα κλεβ-, κλεπτ-
Σύνθετα
- αρχικλέφταρος
- αρχικλέφτης
- κατσικοκλέφτης
- κλεφταρματωλισμός
- κλεφτο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα κλεφτο- στο Βικιλεξικό
- κλεφτοκοτάς
- κλεφτοπόλεμος
- κλεφτοφάναρο
- μπουγαδοκλέφτης
- πρωτοκλέφτης
- χαρτοκλέφτης
Μεταφράσεις
όποιος κλέβει
|
κλέφτης επί Τουρκοκρατίας
|
Αναφορές
- κλέφτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.