πατριδωνυμικό
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πατριδωνυμικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πατριδωνυμικός. Εννοείται η λέξη όνομα
Ουσιαστικό
πατριδωνυμικό ουδέτερο
- εθνικό όνομα
- εθνωνύμιο
- πατρωνυμικό, πατρώνυμο
- Κατηγορία:Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
πατριδωνυμικό
- αρσενικό αιτιατική ενικού του πατριδωνυμικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πατριδωνυμικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.