κανακάρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κανακάρης οι κανακάρηδες
      γενική του κανακάρη των κανακάρηδων
    αιτιατική τον κανακάρη τους κανακάρηδες
     κλητική κανακάρη κανακάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κανακάρης < κανάκ(ια) + -άρης

Ουσιαστικό

κανακάρης αρσενικό (θηλυκό κανακάρισσα)

  • αγόρι χαϊδεμένο ή και κακομαθημένο, που του κάνουν όλα τα χατίρια
      Μαρέ γιε μου κανακάρη, / ποια γυναίκα θα σε πάρει, / ποια κυρά και ποια μαντόνα / θα σου στρώνει τη σεντόνα; (δημοτικό νανούρισμα) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.