-ιάτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ιάτικος η -ιάτικη το -ιάτικο
      γενική του -ιάτικου της -ιάτικης του -ιάτικου
    αιτιατική τον -ιάτικο τη(ν) -ιάτικη το -ιάτικο
     κλητική -ιάτικε -ιάτικη -ιάτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ιάτικοι οι -ιάτικες τα -ιάτικα
      γενική των -ιάτικων των -ιάτικων των -ιάτικων
    αιτιατική τους -ιάτικους τις -ιάτικες τα -ιάτικα
     κλητική -ιάτικοι -ιάτικες -ιάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

-ιάτικος < -ιάτ(ης) + -ικος[1]

Επίθημα

-ιάτικος, -η, -ο

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ιάτικος στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -ιάτικος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.