ύαλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ύαλος οι ύαλοι
      γενική της υάλου των υάλων
    αιτιατική την ύαλο τις υάλους
     κλητική ύαλε ύαλοι
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ύαλος < αρχαία ελληνική ὕαλος / ὕελος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *uel- / *welH- (γυρίζω, στρέφω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi.a.los/

Ουσιαστικό

ύαλος θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.